υπόστεγος

υπόστεγος
-η, -ο/ ὑπόστεγος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από στέγη
2. ο καλυμμένος με στέγη
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υπόστεγο
χώρος στεγασμένος αλλά όχι κλεισμένος ολόγυρα
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. ἡ υπωροφία*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -στεγος (< στέγη), πρβλ. κατά-στεγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑπόστεγος — under the roof masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόστεγον — ὑπόστεγος under the roof masc/fem acc sg ὑπόστεγος under the roof neut nom/voc/acc sg ὑποστέγω cover up imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὑποστέγω cover up imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστέγοις — ὑπόστεγος under the roof masc/fem/neut dat pl ὑποστέγω cover up pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστέγου — ὑπόστεγος under the roof masc/fem/neut gen sg ὑποστέγω cover up pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ὑποστέγω cover up imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστέγους — ὑπόστεγος under the roof masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστέγων — ὑπόστεγος under the roof masc/fem/neut gen pl ὑποστέγω cover up pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστέγῳ — ὑπόστεγος under the roof masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόστεγα — ὑπόστεγος under the roof neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόστεγοι — ὑπόστεγος under the roof masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαύρα — η (AM λαύρα, Α επικ. και ιων. τ. λαύρη) νεοελλ. μσν. 1. είδος ιδιόρρυθμου μοναστηριού, στο οποίο ο κάθε μοναχός ζει σε δικό του κελλί 2. το κελλί τού μοναχού, ιδίως τού αναχωρητή 3. συνεκδ. μεγάλο οικοδόμημα που περιλαμβάνει πολλά κελλιά μαζί 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”