- υπόστεγος
- -η, -ο/ ὑπόστεγος, -ον, ΝΑ1. αυτός που βρίσκεται κάτω από στέγη2. ο καλυμμένος με στέγηνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το υπόστεγοχώρος στεγασμένος αλλά όχι κλεισμένος ολόγυρααρχ.1. το ουδ. ως ουσ. ἡ υπωροφία*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -στεγος (< στέγη), πρβλ. κατά-στεγος].
Dictionary of Greek. 2013.